δυναμίτιδα

δυναμίτιδα
Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο Σομπρέρο, δεν προσφέρεται για πρακτική χρήση, επειδή είναι ασταθής και εκρήγνυται πολύ εύκολα. Η χρήση αυτής της ισχυρής εκρηκτικής ύλης έγινε δυνατή από τον Σουηδό χημικό Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος το 1866 ανακάλυψε τυχαία τον τρόπο με τον οποίο η νιτρογλυκερίνη μπορεί να γίνει πιο ευσταθής και λιγότερο ευαίσθητη. Ο Νόμπελ κατόρθωσε να το επιτύχει αυτό με την απορρόφηση της νιτρογλυκερίνης από ένα πορώδες υλικό, το οποίο δεν είναι εκρηκτικό (γη διατόμων ή ορυκτό άλευρο ή κιεζελγκούρ, της οποίας κοιτάσματα υπάρχουν στη Γερμανία, στη Σκανδιναβία και στην Ιταλία). Οι δ. αυτής της κατηγορίας, οι οποίες ονομάζονται και δ. σε σκόνη, διακρίνονται σε δ. ενεργούς ή αδρανούς βάσης, ανάλογα με το αν η ουσία που απορροφάται συμμετέχει ή όχι στην εκρηκτική αντίδραση της νιτρογλυκερίνης. Οι δ. αδρανούς βάσης, που κατασκευάστηκαν πρώτα, μπορούν, αντί για γη διατόμων, να περιέχουν άλλες ουσίες όπως μίκα, αλουμίνα με πυρίτιο ή άσβεστο. Οι δ. ενεργούς βάσης περιέχουν υλικά όπως ο άνθρακας ή σχίσματα ξύλου που καίγονται τη στιγμή της έκρηξης, ή άλατα αζώτου, χλωρίου, άνθρακα κλπ., τα οποία μεταβάλλουν κατά διάφορους τρόπους την εκρηκτική αντίδραση της νιτρογλυκερίνης. Μετά τις πρώτες δ. σε σκόνη, o Νόμπελ παρασκεύασε (1875) τις ζελατινοδυναμίτιδες, όταν ανέμειξε τη νιτρογλυκερίνη με κολλοειδή βάμβακα, μια νιτροκυτταρίνη με μικρή περιεκτικότητα σε άζωτο. Οι εκρηκτικές αυτές ύλες παρουσιάζουν μικρότερη ευαισθησία στις τριβές και στις κρούσεις από ό,τι η δ. σε σκόνη και δεν είναι υγροσκοπικές, ιδιότητα που τις καθιστά κατάλληλες και για υποβρύχιες εργασίες. Πειράματα υποβρύχιων εκρήξεων με δυναμίτιδα που έκανε ο Άλφρεντ Νόμπελ, σε ακουαρέλα του Έ. Νόμπελ. Μικρά φυσίγγια δυναμίτιδας για γεωφυσικές έρευνες και φυσίγγια για καταστροφή βράχων.
* * *
η και δυναμίτης, ο
εκρηκτικό μίγμα με βάση τη νιτρογλυκερίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < dynamit, λ. πλασμένη από τον Σουηδό εφευρέτη Α. Nobel, < (αρχ. ελλ.) δύναμις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυναμίτιδα — η ο δυναμίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δυναμιτιστής — ο 1. αυτός που προκαλεί ανατίναξη με δυναμίτιδα 2. εκείνος που υπονομεύει με λόγους ή πράξεις και προκαλεί εκρηκτικές ή επικίνδυνες καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dynamiteur] …   Dictionary of Greek

  • ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • συντριπτίτιδα — η, Ν είδος εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντρίβω (πρβλ. συντριπτικός) + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. δυναμίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • Ίμια — Δύο μικρές βραχονησίδες στο Αιγαίο. Βρίσκονται στα ΒΑ της Καλύμνου, κοντά στη νήσο Καλολίμνη. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. Απέχουν 12 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο και 3 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές.… …   Dictionary of Greek

  • διαρρηκτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διάρρηξη: Η δυναμίτιδα είναι διαρρηκτικό υλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”